σφαγίς

From LSJ
Revision as of 14:35, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγίς Medium diacritics: σφαγίς Low diacritics: σφαγίς Capitals: ΣΦΑΓΙΣ
Transliteration A: sphagís Transliteration B: sphagis Transliteration C: sfagis Beta Code: sfagi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A sacrificial knife, E.El.811, 1142, D.H.7.72, Polyaen.3.9.40.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰγίς: -ίδος, ἡ, μάχαιρα θυτική, Εὐριπ. Ἠλέκ. 811, 1142· καθόλου, μάχαιρα, Πολύαιν. 3. 9, 40. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαγίς· τὸ προκάρδιον».

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 couteau pour les sacrifices;
2 couteau de cuisine.
Étymologie: σφάζω.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. μαχαίρι που χρησιμοποιείται σε θυσίες
2. (γενικά) μαχαίρι
3. (κατά τον Ησύχ.) «σφαγίς
τὸ προκάρδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαγή + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. λαβ-ίς)].

Greek Monotonic

σφᾰγίς: -ίδος, ἡ (σφάζω), μαχαίρι με το οποίο τελείται ιερή προσφορά, με το οποίο σφαγιάζεται το ιερό θύμα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σφᾰγίς: ίδος (ῐ) ἡ жертвенный нож Eur., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαγίς -ίδος, ἡ [σφαγή] offermes. slachtmes (van een kok). AP 6.306.4.

Middle Liddell

σφᾰγίς, ίδος, ἡ, σφάζω
a sacrificial knife, Eur.

English (Woodhouse)

sacrificial knife

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)