ἀποβάθρα

From LSJ
Revision as of 15:43, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποβάθρα Medium diacritics: ἀποβάθρα Low diacritics: αποβάθρα Capitals: ΑΠΟΒΑΘΡΑ
Transliteration A: apobáthra Transliteration B: apobathra Transliteration C: apovathra Beta Code: a)poba/qra

English (LSJ)

Ion. ἀποβάθρη, ἡ,

   A ladder for disembarking, gangway, Hdt.9.98, Th.4.12, Luc.DMort.10.1.    II = λάσανον 1, Suid.
ἀπόβαθρα, τά,

   A sacrifices on disembarkation, D.C.40.18; perh. to be read in S.Fr.415.

German (Pape)

[Seite 296] ἡ, Leiter zum Herabsteigen, bes. vom Schiffe; Phrynich. B.A. 12 ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι' ἧς εἴσιμεν καὶ ἔξιμεν; Her. 9, 98 Thuc. 4, 12 Luc. Tox. 20; Hesych. u. B. A. p. 426 ἀποβάθρα, = ἀποβατήρια; Soph. frg. 364 vielleicht ἀπόβαθρα, das Landungsopfer.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποβάθρα: Ἰων. –βάθρη, ἡ, σανὶς τιθεμένη ἀπὸ τοῦ πλοίου μέχρι τῆς ξηρᾶς πρὸς ἔξοδον καὶ εἴσοδον, «σκάλα», «ἡ τῆς νεὼς ἔκβασις, δι’ ἧς εἴσιμέν τε καὶ ἔξιμεν» Α. Β. 12, 31, «ἀποβατηρία, κλῖμαξ νεὼς» Ἡσύχ. Ἡρόδ. 9. 98, Σοφ. Ἀποσπ. 364, Θουκ. 4. 12. ΙΙ. κατὰ Σουΐδ., = λάσανον Ι.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
échelle de débarquement ou d’embarquement.
Étymologie: ἀποβαίνω.

Greek Monolingual

η (AM ἀποβάθρα)
σανίδα ή κινητή σκάλα που χρησιμεύει για την επιβίβαση ή αποβίβαση των επιβατών των πλοίων
νεοελλ.
χώρος με διαμόρφωση κατάλληλη για την επιβίβαση ή αποβίβαση ανθρώπων ή εμπορευμάτων σε πλοία και σιδηροδρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βάθρα (η), παράλληλος τ. του βάθρον < βαίνω].
ἀπόβαθρα, τα (Α)
θυσίες που γίνονταν κατά την αποβίβαση από τα πλοία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + πληθ. του βάθρον < βαίνω].

Greek Monotonic

ἀποβάθρα: Ιων. -βάθρη, ἡ, σκάλα που χρησιμεύει στην αποβίβαση των επιβατών από το πλοίο, δίοδος στις δύο πλευρές κάτω από το κατάστρωμα του πλοίου, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποβάθρα: ион. ἀποβάθρη ἡ сходни, трап Her. etc.

Middle Liddell


a ladder for disembarking, a gangway, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

gangway, gangway for embarking or disembarking

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)