ἀτυράννευτος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ον,
A not ruled by tyrants, free from tyrants, Th.1.18, D.C.37.22, Chor.p.208B.:—also ἀτύραννος, ον, Phryn.PSp.30B.
German (Pape)
[Seite 390] nicht von Tyrannen beherrscht, Thuc. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτῠράννευτος: -ον, ὁ μὴ ὑπὸ τυράννων κυβερνώμενος, Θουκ. 1. 18. ― Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ. Ἀλ. κ. Ἰουλ. 3. σ. 93: ― ὥσαύτως ἀτυράννητος, ον, Κλήμ. Ἀλ. Ι. 1381Α: ― ἀ-τύραννος, όν, Α. Β. 19. 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non gouverné par des tyrans.
Étymologie: ἀ, τυραννεύω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀτυράννητος Clem.Al.Strom.4.26.172, Apoll.quod un.11
1 no gobernado por tiranos de Esparta, Th.1.18, διαίτη D.C.37.22.3, γονή Chor.Decl.9.1 (p.388), πόλις ref. a la Iglesia, Clem.Al.l.c.
•subst. falta de gobierno tiránico τὸ ἀ. D.C.47.42.3, Apoll.l.c.
•fig. c. dat. no sometido a la tiranía de ἀτυράννευτον ... τὴν διάνοιαν ἔχοντες ταῖς τῆς σαρκὸς ἡδοναῖς Cyr.Al.M.76.641B.
2 adv. -ως sin tiranía ἀ. καὶ ἐλευθέρως Cyr.Al.M.76.641C.
Greek Monolingual
ἀτυράννευτος και ἀτυράννητος, -ον (Α)
αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους.
Greek Monotonic
ἀτῠράννευτος: -ον (τυραννεύω), αυτός που δεν κυβερνιέται από τυράννους, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτῠράννευτος: неподвластный тираннам (Λακεδαίμων Thuc.).
Middle Liddell
τυραννεύω
not ruled by tyrants, Thuc.