οἰκιστής

From LSJ
Revision as of 14:10, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκιστής Medium diacritics: οἰκιστής Low diacritics: οικιστής Capitals: ΟΙΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oikistḗs Transliteration B: oikistēs Transliteration C: oikistis Beta Code: oi)kisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A colonizer, founder of a city, IG 12.15.30, Hdt.4.159, 6.38, Th.1.24, 3.92, 6.3, etc. ; also of those who frame constitutions or charters for a city, Id.3.34, Pl.R.379a ; οἱ οἰ., = Lat. triumviri coloniae deducendae, App.BC1.24.

German (Pape)

[Seite 301] ὁ, = οἰκιστήρ, Ansiedler, Gründer einer Pflanzstadt, Thuc. 6, 3, νήσων, 1, 4; οἰκισταὶ ἐγένοντο Σπάρτης, Isocr. 4, 61; πόλεως, Plat. Rep. II, 379 a; Sp., wie App.; Luc. Dea Syr. 17.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκιστής: -οῦ, ὁ, ὡς τὸ οἰκιστήρ, ὁ οἰκίζων τόπον τινὰ δι’ ἐποίκων, ὁ ἱδρυτὴς πόλεως, Ἡρόδ. 4. 159, Θουκ. 1. 24., 3. 92., 6. 3, Πλάτ., κτλ.· ἐν Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 24, οἱ οἰκισταὶ εἶναι οἱ παρὰ Ρωμ. triumviri coloniae deducendae.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. οἰκιστήρ.

Greek Monolingual

ο (Α οἰκιστής) οικίζω
αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας
αρχ.
1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη
2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί
(στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε αποικία.

Greek Monotonic

οἰκιστής: -οῦ, ὁ (οἰκίζω), αποικιστής, ιδρυτής μιας πόλης, σε Ηρόδ., Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

οἰκιστής: οῦ ὁ
1) колонизатор (νήσων Her., Thuc. etc.);
2) основатель (πόλεως Plat., Plut.).

Middle Liddell

οἰκιστής, οῦ, ὁ, οἰκίζω
a coloniser, founder of a city, Hdt., Thuc.

English (Woodhouse)

coloniser

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)