κατευτυχέω

From LSJ
Revision as of 15:05, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> [[to be " to "</span> to [[be ")

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατευτῠχέω Medium diacritics: κατευτυχέω Low diacritics: κατευτυχέω Capitals: ΚΑΤΕΥΤΥΧΕΩ
Transliteration A: kateutychéō Transliteration B: kateutycheō Transliteration C: kateftycheo Beta Code: kateutuxe/w

English (LSJ)

   A to be quite successful, prosper, Arist.EE1229a 19 (cj. ib. 1247b31), Phld.Rh.1.132 S.; τὰ πλεῖστα Plu.Sert.18:—also in Pass., τούτων κατευτυχηθέντων D.S.20.46.

German (Pape)

[Seite 1398] verstärktes εὐτυχέω; Arist. eth. eudem. 3, 1; Plut. Sertor. 18 Pomp. 21 u. a. Sp.; auch pass., τούτων κατευτυχηθέντων, nachdem dies glücklich ausgeführt worden, D. Sic. 20, 46.

Greek (Liddell-Scott)

κατευτῠχέω: εἶμαι ὅλως εὐτυχής, εὐτυχῶ, Ἀριστ. Ἠθ. Ε. 3. 1, 14· τὰ πλεῖστα Πλουτ. Σερτώρ. 18· τοῦδε τοῦ πρήγματος Ἀρέτας Ἀποκ. σ. 957·-ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., τούτων κατευτυχηθέντων Διόδ. 20. 46.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pf. κατηυτύχηκα;
être heureux.
Étymologie: κατά, εὐτυχέω.

Greek Monotonic

κατευτῠχέω: μέλ. -ήσω, ευημερώ, ευτυχώ αρκετά, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατευτῠχέω: иметь удачу, преуспевать: τούτων κατευτυχηθέντων Diod. когда это благополучно закончилось; ὁ στρατηγὸς κατευτύχησε Plut. полководец вышел победителем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ευτυχέω succes hebben.

Middle Liddell

fut. ήσω
to be quite successful, prosper, Plut.