κάπνιος
From LSJ
Ψυχῆς μέγας χαλινὸς ἀνθρώποις ὁ νοῦς → Animi nam frenum magnum mens est hominibus → Der Menschenseele fester Zügel ist Vernunft
English (LSJ)
(sc. ἄμπελος), ἡ,
A v. κάπνειος. II κάπνιος, ἡ, = καπνός 11, Gal.12.8.
German (Pape)
[Seite 1323] ἡ, Name einer Pflanze, fumaria, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
κάπνιος: (δηλ. ἄμπελος), ἡ, εἶδος ἀμπέλου φερούσης σταφυλὰς ἐχούσας τὸ χρῶμα τοῦ καπνοῦ, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 3, 2, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151· φέρεται κάπνεος παρ’ Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 12· κάπνεως ἐν Κώδ. Urb. τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ.. 5. 3, 1 καὶ παρ’ Ἡσύχ.· καπνία παρὰ Σουΐδ.· - πρβλ. καπνίας ΙΙ. 1. ΙΙ. κάπνιος, (καπνός Kühn), ἡ, εἶδος βοτανίου θαμνοειδοῦς, «τούτου ὁ χυλὸς δριμὺς,... δακρύων ἀγωγὸς, ὃθεν καὶ τοὔνομα εἵλκυσε» Διοσκ. 4. 110, Λατ. fumaria.