συγκομιστήρια
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά,
A the feast of harvest-home, Id., Eust.772.22.
Greek (Liddell-Scott)
συγκομιστήρια: (ἱερὰ) τά, «θυσία ἐπὶ καρπῶν συγκομιδῇ» Ἡσύχ.· ὡσαύτως: «θαλύσια· αἱ τῶν καρπῶν ἀπαρχαί», πρβλ. Εὐστ. 772, 23.
Greek Monolingual
τά, ΜΑ
(ενν. ιερά) (στην αρχαία Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας) ετήσια εορτή που τελούσαν μετά από τον αλωνισμό και κατά την εποχή της συγκομιδής προς τιμήν της Δήμητρος και του Διονύσου και στη διάρκεια της οποίας προσέφεραν αναίμακτες θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκομίζω + επίθημα -τήριον / -τήρια (πρβλ. Άνθεσ-τήρια, οἰνισ-τήρια)].
Greek Monolingual
τά, ΜΑ
(ενν. ιερά) (στην αρχαία Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας) ετήσια εορτή που τελούσαν μετά από τον αλωνισμό και κατά την εποχή της συγκομιδής προς τιμήν της Δήμητρος και του Διονύσου και στη διάρκεια της οποίας προσέφεραν αναίμακτες θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγκομίζω + επίθημα -τήριον / -τήρια (πρβλ. Άνθεσ-τήρια, οἰνισ-τήρια)].