σχιζόπους

From LSJ
Revision as of 19:50, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

τὸν ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον → move one's man from this line, move a piece from this line, try one's last chance, make a last ditch effort

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχιζόπους Medium diacritics: σχιζόπους Low diacritics: σχιζόπους Capitals: ΣΧΙΖΟΠΟΥΣ
Transliteration A: schizópous Transliteration B: schizopous Transliteration C: schizopous Beta Code: sxizo/pous

English (LSJ)

-πουν, gen. ποδος,

   A with parted toes, opp. στεγανόπους (web-footed), Id.HA593a28, PA643b32.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, ἡ, mit gespaltenen Füßen, Zehen, Hufen; τὸ σχιζόπουν, Arist. part. an. 1, 2, im Ggstz von στεγανόπους, H. A. 9, 12, wie Ael. H. A. 5, 50.

Greek (Liddell-Scott)

σχιζόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν διακεχωρισμένους, ἀντίθετον τῷ στεγανόπους (ὁ ἔχων αὐτοὺς ἡνωμένους διὰ μεμβράνης), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 8. 3, 10. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 20 ― σχιζοποδία, ἡ, ἡ φύσις τοῦ σχιζόποδος, αὐτόθι 1. 3, 18, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 12, 8.

Greek Monolingual

-ουν, Α
(για ζώα) αυτός που έχει τα δάχτυλα τών ποδιών του χωρισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχίζω + πούς, ποδός «πόδι»].

Russian (Dvoretsky)

σχιζόπους: 2, gen. ποδος с расщепленными на пальцы ступнями, пальчатый (sc. ζῷον Arst.).