χλαμυδουργός
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ὁ,
A maker of χλαμύδες, Poll.7.159.
German (Pape)
[Seite 1358] wie χλαμυδοποιός, Reitermäntel verfertigend.
Greek (Liddell-Scott)
χλᾰμῠδουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ κατασκευάζων χλαμύδας, Πολυδ. Ζ΄, 159.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fabricant de chlamydes.
Étymologie: χλαμύς, ἔργον.
Greek Monolingual
ὁ, Α
κατασκευαστής χλαμύδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλαμύς, -ύδος + -ουργός (< ἔργον)].
Greek Monotonic
χλᾰμῠδουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που φτιάχνει χλαμύδες.