ὑπερδικέω

From LSJ
Revision as of 21:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερδῐκέω Medium diacritics: ὑπερδικέω Low diacritics: υπερδικέω Capitals: ΥΠΕΡΔΙΚΕΩ
Transliteration A: hyperdikéō Transliteration B: hyperdikeō Transliteration C: yperdikeo Beta Code: u(perdike/w

English (LSJ)

Boeot. ὁπερδικίω (q. v.),

   A plead for, act as advocate for, τοῦ λόγου Pl.Phd.86e; τὸ φεύγειν τοῦδ' ὑπερδικεῖς advocatest acquittal for him, A.Eu.652; ὑ. ὑπέρ τινος D.C. 38.10: abs., Plu.2.694e.

German (Pape)

[Seite 1194] vor Gericht für Einen sprechen, ihn vertheidigen; πῶς γὰρ τὸ φεύγειν τοῦδ' ὑπερδικεῖς Aesch. Eum. 622; τοῦ λόγου Plat. Phaed. 86 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερδῐκέω: συνηγορῶ ὑπέρ τινος, ἐνεργῶ ὡς συνήγορος, τοῦ λόγου Πλάτ. Φαίδ. 86 Ε· ὑπ’ τὸ φεύγειν τινός Αἰσχύλ. Εὐμ. 652· ὑπ’ ὑπέρ τινος Δίων Κάσσ. 38. 10· ἀπολ., Πλούτ. 2. 694Ε, Πολυδ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
défendre en justice, gén..
Étymologie: ὑπέρ, δίκη.

Greek Monotonic

ὑπερδῐκέω: υπερασπίζω, συνηγορώ υπέρ, ενεργώ ως συνήγορος, τινός, σε Πλάτ.· ὑπερδικέω τὸ φεύγειν τινός, υποστηρίζω την αθώωση κάποιου, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερδῐκέω: досл. защищать перед судом, перен. заступаться, поддерживать: ὑ. τὸ φεύγειν τινός Aesch. требовать оправдания для кого-л.; ὑ. τοῦ λόγου Plat. отстаивать свое утверждение.

Middle Liddell


to plead for, act as advocate for, τινός Plat.; ὑπ. τὸ φεύγειν τινός to advocate his acquittal, Aesch.