δεκαετής
English (LSJ)
ές, or δεκα-έτης, ες,
A ten years old, Hdt.1.114, Hp.Epid.1.10. II of or lasting ten years, πόλεμος Th.5.25,26 codd., Jul.Or.2.74b. (Cf. δεκέτης.) — The statements of Gramm. as to the accentuation of this and similar words are confused, cf.Poll.1.54, EM765.21, Choerob.in Theod.1.167, 2.385: they were prob. parox. in Attic, oxyt. in the κοινή.
German (Pape)
[Seite 542] ές, zehnjährig; πόλεμος, Thuc. 5, 25. – Bei Her. 1, 114 δεκαέτης παῖς.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαετής: -ές, ἢ -έτης, ες, ὁ δέκα ἐτῶν ἡλικίᾳν ἔχων, Ἡρόδ. 1. 114, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 947. ΙΙ. ὁ ἐκ δέκα ἐτῶν συγκείμενος ἢ ἐπὶ δέκα ἔτη διαρκῶν, πόλεμος Θουκ. 5. 25, 26· ἱερεὺς δ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3847m· Πρβλ. δεκέτης.- Τινὲς τῶν Γραμμ. διέκρινον μεταξὺ δεκαετὴς (ἐπὶ ἡλικίας), καὶ δεκαέτης (ἐπὶ διαρκείας), καὶ οὕτως ἐν τοῖς διετής, -έτης, δωδεκαετής, -έτης, κτλ., Πολυδ. Α', 54· ἀλλ' ἕτεροι γραμμ. λέγουσιν ἄλλα, καὶ οὐδὲν ὡρισμένον δύναται νὰ βεβαιωθῇ· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 406 κἑξ., Chandler Gr. Accents § 703.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 âgé de dix ans;
2 qui dure dix ans.
Étymologie: δέκα, ἔτος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): δεκαέτης Hdt.1.114, Iul.Or.3.74b, Ath.585e, Poll.1.54, Tz.Ex.154.19
• Morfología: [no contr. plu. neutr. δεκαετέα Hp.Prorrh.2.22]
I 1de diez años de edad de pers. παῖς Hdt.l.c., παιδία Hp.Epid.1.10, l.c., Ἑλένην, δεκαετῆ ... τὴν ἡλικίαν οὖσαν D.S.4.63, cf. I.AI 19.354, Iust.Nou.14 praef.
•del vino, Ath.l.c.
2 que dura diez años χρόνος D.S.4.54, Iul.l.c., PRoss.Georg.5.42.21 (VII d.C.), πόλεμος D.H.1.58, Callisth.Olynth.1, στάσις D.H.14.12, ἀποδημία Plu.Sol.25, ἄλη Hld.7.8.2, πρὸ δεκαετοῦς χρόνου hace diez años, SB 13260.16 (IV d.C.), ἐπὶ δεκαετῆ χρόνον por un período de diez años, PLond.994.8 (VI d.C.)
•en uso prec. μετὰ τὴν διοίκησιν τῶν ἐπὶ τῆς Ἀσίας δεκαετῆ γεγενημένην tras gobernar los asuntos de Asia durante diez años I.AI 16.86, ὁ ... Κυπριακὸς πόλεμος δ. σχεδὸν γεγενημένος la guerra de Chipre que había durado casi diez años D.S.15.9.
II adv. -ῶς durante diez años ἐκδημῆσαι Tz.H.5.359, μάχεσθαι Tz. en An.Matr.586, cf. δεκέτης.
Greek Monolingual
-ής, -ές (AM δεκαετής και δεκαέτης, θηλ. δεκαετής και δεκαέτις, ουδ. δεκαετές και δεκάετες)
1. ηλικίας δέκα ετών
2. διάρκειας δέκα ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -ετης < έτος].
Greek Monotonic
δεκαετής: -ές ή -έτης, -ες (ἔτος),
I. δεκάχρονος, σε Ηρόδ.
II. αυτός που διαρκεί δέκα χρόνια, πόλεμος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δεκαετής: и δεκαέτης 2 десятилетний (παῖς Her.; πόλεμος Thuc.).
Middle Liddell
ἔτος
I. ten years old, Hdt.
II. of or lasting ten years, πόλεμος Thuc.