περίρροος
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
ον, contr. περίρρους, ουν,
A = περίρρυτος, Hdt.1.174. 2 flowing round, γῆς π. ὠκεανός Aristid.Or.43(1).24. II Subst., = περιρροή 1, J.AJ18.9.1. 2 = περιρροια 11, Hp.Epid.1.26.δ, 3.17.i<*>/, Coac.629.
Greek (Liddell-Scott)
περίρροος: -ον, συνῃρ. περίρρους, ουν, = περίρρυτος, Ἡρόδ. 1. 174. 2) ὁ ῥέων ὁλόγυρα, γῆς π. ὠκεανὸς Ἀριστείδ. 1. 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., = περιρροή, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 9, 1. 2) = περίρροια ΙΙ, Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Α΄, 976, πρβλ. 221G, 1117Ε, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
baigné de tous côtés.
Étymologie: περιρρέω.
Greek Monotonic
περίρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν, = περίρρυτος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
περίρροος: стяж. περίρρους 2 обтекаемый со всех сторон, омываемый отовсюду морем (πάση ἡ Κνιδίη Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίρροος -οον, contr. περίρρους -ουν [περιρρέω] omstroomd of omgeven door de zee; subst. ὁ περίρροος -ου buikloop. Hp.