ἁλιτενής

From LSJ
Revision as of 15:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλῐτενής Medium diacritics: ἁλιτενής Low diacritics: αλιτενής Capitals: ΑΛΙΤΕΝΗΣ
Transliteration A: halitenḗs Transliteration B: halitenēs Transliteration C: alitenis Beta Code: a(litenh/s

English (LSJ)

ές,

   A projecting into the sea, πέτρα D.S.3.44, Longus 2.12; ἄκρα, χερρόνησος, Str.8.2.3, 7.3.19, cf. Posidon. 66, Arr.Ind.21.9, Eun. Hist.p.241 D.; ambulatio . walk by the shore, Cic.Att.14.13.1.    II of ships, of light draught, Callix. 1, Plu.Them.14.    III of the sea, shallow, Plb.4.39.3, App.BC2.84.

German (Pape)

[Seite 98] ές, sich an's Meer oder am Meere hin erstreckend, πέτρα Diod. 3, 44; dah. flach, seicht, bes. von Untiefen, Pol. 4, 39, 3; θάλασσα App. B. Civ. 2, 84; πόρος Diod. S. 4, 18; ναῦς, ein flaches Schiff, neben ταπεινός Plut. Them. 14. Bei Cic. Att. 14, 13 ambulatio, Spaziergang in der Ebene, dem Bergspaziergang entgegengesetzt.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιτενής: -ές, ὁ ἐκτεινόμενος εἰς ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, Διόδ. 3. 44. ΙΙ. ἐπίπεδος, χαμηλός, ἐπὶ χωρῶν, Στράβ. 307, Ἀρρ. Ἰνδ. 21. 9. ambulatio ἁλ., περίπατος ἐπὶ πεδινοῦ μέρους, Κικ. πρὸς Ἀττ. 14. 13, 1: ἐπὶ πλοίων, χαμηλός, Πλουτ. Θεμ. 14: ἐπὶ τῆς θαλάσσης, ἀβαθής, Πολύβ. 4. 39, 3, Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 84.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui s’étend vers la mer ou le long de la mer;
2 qui enfonce peu (navire) ; bas, peu profond (mer).
Étymologie: ἅλς¹, τείνω.

Spanish (DGE)

(ἁλῐτενής) -ές

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [ac. no contr. ἁλιτενέα Arr.Ind.21.9]
I 1que sale del mar, que se levanta sobre el mar νῆσοι E.Fr.87b.10, cf. Arr.l.c., πέτραι D.S.3.44, Longus 2.12.3, ἄκρα Str.8.2.3, cf. 7.3.19, Posidon.245, Eun.Hist.29.2.
2 que se extiende por la costa, a la orilla del mar, ambulatio ἁλιτενής paseo a la orilla del mar Cic.Att.367.1.
3 de zonas marítimas poco profundo Κιμμερικὸς Βόσπορος Plb.4.39.3, τῆς θαλάσσης οὔσης ἁλιτενοῦς καὶ μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχεροῦς App.BC 2.84.
II de barcos de poco calado Callix.1, Plu.Them.14.

Greek Monolingual

ἁλιτενής, -ές (Α)
1. αυτός που εκτείνεται στη θάλασσα ή κοντά στη θάλασσα
2. (για χώρες ή εδάφη) επίπεδος, πεδινός
3. (για πλοία) αυτός που δεν έχει τρόπιδα (καρένα)
4. (για τη θάλασσα) ανάβαθος, ρηχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -τενής < τένος (< τείνω)].

Greek Monotonic

ἁλῐτενής: -ές (ἅλς, τείνω), εκτεινόμενος κατά μήκος της θάλασσας, επίπεδος, χαμηλός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιτενής:
1) тянущийся вдоль моря, приморский (πέτρα Diod., Cic.);
2) неглубокий, мелкий (τὸ τῆς Μαιώτιδος στόμα Polyb.; πόρος ἁ. καὶ στενός Diod.);
3) плоскодонный (ναῦς Plut.).

Middle Liddell

[ἅλς, τείνω
stretching along the sea, level, flat, Plut.