ἇλος
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
Dor. for ἧλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἇλος: Δωρ. ἀντὶ ἧλος.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἧλος.
English (Slater)
ἇλος
1 nail fig. τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; (P. 4.71)
Spanish (DGE)
v. ἧλος.
Greek Monolingual
ἇλος, ο (Α)
δωρικός τύπος αντί του ἧλος.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἇλος: дор. = ἧλος.