ἐπαμβατήρ

From LSJ
Revision as of 16:10, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαμβᾰτήρ Medium diacritics: ἐπαμβατήρ Low diacritics: επαμβατήρ Capitals: ΕΠΑΜΒΑΤΗΡ
Transliteration A: epambatḗr Transliteration B: epambatēr Transliteration C: epamvatir Beta Code: e)pambath/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, poet. for Επαναβάτης,

   A one who mounts upon, assailant: metaph., νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες, of leprous eruptions, A.Ch.280.

German (Pape)

[Seite 898] ῆρος, ὁ, poet. für ἐπαναβ., der Hinaufsteigende, Daraufsitzende, σαρκῶν – λιχῆνες Aesch. Ch. 278.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαμβᾰτήρ: ῆρος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ ἐπαναβάτης, ὁ ἀναβαίνων ἐπί τινος, ὁ προσβάλλων τι, νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες, ἐπὶ λεπρωδῶν ἐξανθημάτων, Αἰσχύλ. Χο. 280 (ἐπεμβατῆρες Auratus).

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui fond sur, assaillant.
Étymologie: ἐπί, ἀναβαίνω.

Greek Monolingual

ἐπαμβατήρ, ο (Α)
για λεπρώδη εξανθήματα) μτφ. αυτός που ανεβαίνει στην επιφάνεια, που προσβάλλει («νόσους σαρκῶν ἐπαμβατῆρας», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + βατήρ (< βαίνω)].

Greek Monotonic

ἐπαμβᾰτήρ: -ῆρος, ὁ, ποιητ. αντί ἐπ-αναβάτης, αυτός που ανεβαίνει πάνω, επιβάτης, επιδρομέας, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαμβᾰτήρ: ῆρος adj. поднимающийся, садящийся (на что-л.): νόσοι σαρκῶν ἐπαμβατῆρες Aesch. кожные болезни (предполож. о проказе).

Middle Liddell

ἐπ-αμβᾰτήρ, ῆρος, poet. for ἐπαναβάτης]
one who mounts upon, an assailant, Aesch.