φιλαυτία

From LSJ
Revision as of 17:55, 9 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3-$4")

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαυτία Medium diacritics: φιλαυτία Low diacritics: φιλαυτία Capitals: ΦΙΛΑΥΤΙΑ
Transliteration A: philautía Transliteration B: philautia Transliteration C: filaftia Beta Code: filauti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A self-love, self-regard, Cic.Att.13.13.1, Plu.2.48f; in bad sense, selfishness, UPZ42.10 (ii B. C.), Ph.1.173, al., Porph.Abst.3.2, Jul.Caes.316d, Mis. 349b.

German (Pape)

[Seite 1275] ἡ, Eigenliebe, Selbstliebe, Plut. Thes. et Rom. 2, getadelt von Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαυτία: ἡ, τὸ νὰ εἶναί τις φίλαυτος, ἐγωϊσμός, Πλούτ. 2. 48F, Κικ. πρὸς Ἀττικ. 13. 13, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φιλαυτία· τὸ πάντα πρὸς τὰ ἑαυτῷ ἀρέσκοντα πράττειν».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour de soi, amour-propre, égoïsme.
Étymologie: φίλαυτος.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φίλαυτος
η υπερβολική αγάπη ενός ατόμου για τον εαυτό του, εγωισμός, εγωπάθεια, εγωκεντρισμός (α. «η φιλαυτία του είναι το κύριο αίτιο της απάνθρωπης συμπεριφοράς του» β. «τοῡτο δὲ φιλαυτίας ἁμάρτημα καὶ χαλεπότητος», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

φιλαυτία: ἡ себялюбие Arst., Plut.