ζάλος

From LSJ
Revision as of 15:13, 30 September 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ὁ</b>" to "ᾰ], ὁ")

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζάλος Medium diacritics: ζάλος Low diacritics: ζάλος Capitals: ΖΑΛΟΣ
Transliteration A: zálos Transliteration B: zalos Transliteration C: zalos Beta Code: za/los

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A mud, ζ. ἰλυόεις,= βορβορῶδες κῦμα, Nic.Th.568; ζάλον (ζαλόν cod.)· πηλόν, Hsch.: metaph., Lib.Ep.1144.

German (Pape)

[Seite 1136] ὁ, = ζάλη, ἰλυόεις, schlammiger Strudel, Nic. Th. 568, Schol. βορβορῶδες κῦμα.

Greek (Liddell-Scott)

ζάλος: ὁ, = ζάλη, ζάλος ἰλυόεις, βορβορῶδες κῦμα, Νικ. Θ. 568.

Greek Monolingual

(I)
ο (Μ ζάλος)
νεοελλ.
1. ζάλη, σκοτοδίνη
«έχει ζάλο στο κεφάλι»
2. ζαλιά, φορτίο
μσν.
βάσανο, σκοτούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη, με μεταβολή γένους].
(II)
ζάλος, ὁ (Α)
λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].