αφιερώνω

From LSJ
Revision as of 18:20, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source

Greek Monolingual

(AM ἀφιερῶ, -όω) ιερώ
προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης
νεοελλ.
1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης
2. αφιερώνομαιαφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι)
επιδίδομαι, προσφέρομαι ολόψυχα, με ζήλο
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) αφιερωμένος, -η, -ο- α) αυτός που έχει αφιερωθεί κάπου ή σε κάποιον
β) (στη Φιλική Εταιρεία) βαθμός στρατιωτικού αρχηγού ανώτερος από τον βαθμό του «ποιμένος»
γ) ως ουσ. μέλος χριστιανικής οργάνωσης που έχει αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό και στην Εκκλησία, μένει άγαμος και ζει σε κοινόβιο, μέσα στην πόλη, κοσμοκαλόγερος
(αρχ.μσν.)
1. κάνω κάτι ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω
2. ἀφιεοῦμαι
εξαγνίζομαι.