Ποτνιαί

From LSJ
Revision as of 13:50, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ποτνιαί Medium diacritics: Ποτνιαί Low diacritics: Ποτνιαί Capitals: ΠΟΤΝΙΑΙ
Transliteration A: Potniaí Transliteration B: Potniai Transliteration C: Potniai Beta Code: *potniai/

English (LSJ)

αἱ, an ancient Boeot. town called after αἱ Πότνιαι (= Demeter and Kore), Paus.9.8.1; conjectured to be the Ὑποθῆβαι of Homer, Str.9.2.32: hence Adj. Ποτνιεύς, έως, ὁ,    A Potnian, Γλαῦκος Π. title of play by A.

Greek (Liddell-Scott)

Ποτνιαί: -αἱ, ἀρχαία πόλις τῆς Βοιωτίας κατεστραμμένη ἔτι καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Παυσανίου, 9. 8, 1· ἴσως αἱ Ὑποθῆβαι τοῦ Ὁμήρου, Στράβ. 412. ΙΙ. Ποτνιεύς, έως, ὁ, κάτοικος τῶν Ποτνιῶν, Γλαῦκος π. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 32-39· ― θηλ. ἐπίθετ. Ποτνιάς, άδος· κέλευθοι Ποτνιάδος αὐτόθι 171· ἡ Ποτνιὰς κρήνη, πηγὴ ὕδατος πλησίον τῆς πόλεως ταύτης ἐξ ἧς οἱ πίνοντες παρεφρόνουν, Αἰλ. π. Ζ. 15. 25, πρβλ. Παυσ. ἔνθ’ ἀνωτ.· Ποτνιάδες ἵπποι, αἱ ἵπποι αἱ διασπαράξασαι τὸν Γλαῦκον, Στράβ. 409· ὅθεν καθόλου, Βοιωτικαὶ θήλειαι ἵπποι, ἂν καὶ ἐν τῷ προκειμένῳ χωρίῳ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μανιακαί, Εὐρ. Φοίν 1124· οὕτω καὶ Βάκχαι ποτνιάδες (Ἡσύχ. «ἀντὶ τοῦ μαινάδες καὶ λυσσάδες, μανίας αἴτιαι») ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 664· ποτνιάδες θεαί, ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων (καὶ ὁ Σχολ. ἐνταῦθα ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μανικαί, ἀλλ’ ἴδε πότνια Ι. 1), ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 318· ― ἴσωςμῦθος τοῦ Γλαύκου ἔδωκεν ἀφορμὴν εἰς τὴν ἀπόδοσιν τοιαύτης σημασίας εἰς τὸ ποτνιάς, ὅθεν καὶ τὸ μεταγεν. ῥῆμα ποτνιάομαι.

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
Potnies, v. de Béotie.

Greek Monotonic

Ποτνιαί: αἱ, αρχ. Βοιωτική πόλη, σε Στράβ.· απ' όπου, θηλ. επίθ. Ποτνιάς, -άδος, Βοιωτία, Ποτνιάδες ἵπποι, βοιωτικά άλογα (φοράδες), περίφημα για την έντονη σκληρότητά τους στη μάχη, απ' όπου, μαινόμενος, άγριος, σε Ευρ.

Middle Liddell

an ancient Boeot. town, Strab.