αὐτόξυλος

From LSJ
Revision as of 14:27, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόξῠλος Medium diacritics: αὐτόξυλος Low diacritics: αυτόξυλος Capitals: ΑΥΤΟΞΥΛΟΣ
Transliteration A: autóxylos Transliteration B: autoxylos Transliteration C: aftoksylos Beta Code: au)to/culos

English (LSJ)

ον,    A of one piece of wood, ἔκπωμα S.Ph.35, cf. APl.4.235 (Apollonid.), Str.11.4.3.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόξυλος: -ον, ἐξ ἁπλοῦ ἀκατεργάστου ξύλου, ἔκπτωμα Σοφ. Φ. 35, πρβλ. Ἀνθ. Πλαν. 4. 235, Στράβ. 502.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait simplement en bois.
Étymologie: αὐτός, ξύλον.

Spanish (DGE)

-ον que es todo de madera, ἔκπωμα S.Ph.35.

Greek Monolingual

αὐτόξυλος, -ον (Α)
κατασκευασμένος από ακατέργαστο ξύλο.

Greek Monotonic

αὐτόξῠλος: -ον (ξύλον), αυτός που προέρχεται από απλό (ακατέργαστο) ξύλο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόξῠλος: сделанный из одного лишь или из простого дерева (ἔκπωμα Soph.).

Middle Liddell

ξύλον
of mere wood, Soph.