αὐτόσε
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
Adv. A thither, to the very place, ἀπιέναι v.l. in Hdt.3.124 ; καταβαίνειν Ar.Lys.873; αὐτομολεῖν Th.7.26, etc.; σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσ' Antiph.55.20.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόσε: ἐπίρρ. (αὐτοῦ) εἰς αὐτὸ τὸ μέρος, εἰς αὐτὴν ταύτην τὴν θέσιν, στέλλεσθαι Ἡρόδ. 3. 124· καταβαίνειν Ἀριστοφ. Λυσ. 873· αὐτομολεῖν Θουκ. 7. 26, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἄν ἐφικοίμην αὐτόσ’ Ἀντιφάν. ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 19.
French (Bailly abrégé)
adv.
là même, ici même avec mouv.
Étymologie: αὐτός, -σε.
Spanish (DGE)
adv. aquí, ahí, allí mismo según contexto
1 c. mov. hacia ἀπιέναι Hdt.3.124, KI. κατάβηθι δεῦρο. Μυ. ἐγὼ μὲν αὐτόσ' οὔ CI. baja aquí ... MI. yo ahí no Ar.Lys.873, ἐλθεῖν Ar.Th.202, ἵνα ... αὐ. αὐτομολῶσι para que deserten allí mismo Th.7.26, σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσ' Antiph.55.20, συνεληλυθότες δ' ἦσαν αὐ. καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες καὶ κτήνη πολλά X.An.4.7.2, ὠθεῖ κῦμα ναστῶν καὶ κρεῶν ἑφθῶν τε βατίδων εἰλυομένων αὐ. Metag.6.4.
2 sin idea de mov. αὐ. ἀπετέλουν ἱερά Pl.Criti.116c, σκυτοτόμον αὐ. προσθήσομεν Pl.R.369d, cf. Men.73d, ἀλλὰ καὶ νοσοῦντες ἂν ἴδοις αὐ. καὶ ἀναπήρους Eus.PE 4.2.5, παρῆν αὐ. Agath.3.2.4.
Greek Monolingual
αὐτόσε επίρρ. (AM) αυτός
(με ρήματα που δηλώνουν κίνηση) σ' αυτό το μέρος, σ' αυτή τη θέση.
Greek Monotonic
αὐτόσε: επίρρ. (αὐτοῦ), προς τα εκεί, σε αυτό το μέρος, στο ίδιο μέρος, Λατ. illuc, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόσε: adv. туда же, именно туда Her., Thuc., Arph.
Middle Liddell
αὐτοῦ
thither, to the very place, Lat. illuc, Hdt., Thuc.