villainous
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. κακοῦργος πανοῦργος, αἰσχρός, κακός, μιαρός, V. παντουργός, Ar. and P. παμπόνηρος.
bad in quality: P. and V. φαῦλος, κακός, φλαῦρος, Ar. and P. μοχθηρός.