γενετικός

From LSJ
Revision as of 17:15, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενετικός Medium diacritics: γενετικός Low diacritics: γενετικός Capitals: ΓΕΝΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: genetikós Transliteration B: genetikos Transliteration C: genetikos Beta Code: genetiko/s

English (LSJ)

ή, όν:—fem. -κή (sc. πτῶσις), ἡ,    A genitive case, Sch.D.P.449.

Spanish (DGE)

-ή, -όν sc. πτῶσις caso genitivo Sch.D.P.449, cf. γενικός.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ γενετικός, -ή, -όν) γένεσις
ο σχετικός με τη γένεση, τη δημιουργία
νεοελλ.
1. ο σχετικός με την επιστήμη της γενετικής
2. το θηλ. ως ουσ. Γενετική, η
κλάδος της βιολογίας που ασχολείται με την κληρονομικότητα, δηλ. η μελέτη του τρόπου με τον οποίο τα γονίδια λειτουργούν και μεταβιβάζονται από τους γεννήτορες στους απογόνους
μσν.
το θηλ. ως ουσ. γενετική, η η γενική πτώση.