δέκτωρ

From LSJ
Revision as of 17:35, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κρυπταδίῃ φιλότητι μιγήμεναι → lie with him in secret love, join with him in secret love

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέκτωρ Medium diacritics: δέκτωρ Low diacritics: δέκτωρ Capitals: ΔΕΚΤΩΡ
Transliteration A: déktōr Transliteration B: dektōr Transliteration C: dektor Beta Code: de/ktwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,    A one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου A.Eu.204.

German (Pape)

[Seite 543] ορος, ὁ, der etwas auf sich nimmt; νέου αἵματος, Vertheidiger frisch vergossenen Blutes, Aesch. Eum. 195.

Greek (Liddell-Scott)

δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ δέκτης, ὁ ἀναλαμβάνων ἐφ’ ἑαυτὸν ἢ ἐπὶ τὴν κεφαλήν του, αἵματος δ. νέου Αἰσχύλ. Εὐμ. 204.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
qui accueille, gén..
Étymologie: δέχομαι.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
que acoge, de donde protector ὑπέστης αἵματος δ. νέου fuiste protector de un nuevo crimen ref. a Apolo, A.Eu.204.

Greek Monolingual

δέκτωρ, ο (Α) δέχομαι
φρ. «αἵματος δέκτωρ νέου» — αυτός που παίρνει επάνω του τον νέο φόνο (Αισχύλ.).

Greek Monotonic

δέκτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί δέκτης, κάποιος που αναλαμβάνει ο ίδιος ή δέχεται πάνω του· αἵματος δ.νέου, υπερασπιστής αίματος που χύθηκε πρόσφατα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

δέκτωρ: ορος ὁ принимающий на себя, т. е. покровитель, защитник (αἵματος νέου Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δέκτωρ -ορος, ὁ [δέχομαι] ontvanger.

Middle Liddell


one who takes upon himself or on his own head, αἵματος δ. νέου Aesch.