δίγνωμος
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
English (LSJ)
ον, A of two minds, vacillating, Simp.in Epict.p.134 D., Diogenian.4.32.
German (Pape)
[Seite 615] zweifelhaft, Simplic.
Greek (Liddell-Scott)
δίγνωμος: -ον, ὁ διπλῆν ἔχων γνώμην, ἀμφίβολος, Διογενειαν. 4. 32· οὕτω διγνώμων, ὁ, ἡ, Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 633·‒ οὐσιαστ. διγνωμία, ἡ, ἀμφιβολία, δισταγμός, τὸ ἔχειν διπλῆν γνώμην, ἀσπάζεσθαι δύο γνώμας, προσποίησις, ἀστάθεια, Ἀχμὲτ Ὀνειρ. 143.
Spanish (DGE)
-ον
1 indeciso, irresoluto Simp.in Epict.68.19, Diogenian.1.4.32.
2 de doble opinión, falso Heph.Astr.3.45.9, Didasc.Patr.80, ref. al principio fem. de las cosas, según los gnósticos, Iul.Gn. en Hippol.Haer.10.15.2.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM -ος, -ον)
αυτός που έχει δύο γνώμες πάνω στο ίδιο ζήτημα, αμφίβολος
μσν.
1. διπρόσωπος, δόλιος
2. το ουδ. ως ουσ. το δίγνωμο
αστάθεια.