διαχάζομαι
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
A withdraw, X.Cyr.7.1.31; cf. διχάζω 11.
Greek (Liddell-Scott)
διαχάζομαι: ἀποθετ., ὑποχωρῶ, Ξεν. Κύρ. 7.1, 31· πρβλ. διχάζω ΙΙ.
Spanish (DGE)
abrirse paso X.Cyr.7.1.31.
Greek Monolingual
διαχάζομαι (Α)
υποχωρώ, αποσύρομαι.
Greek Monotonic
διαχάζομαι: αποθ., αποσύρω, υποχωρώ, νικιέμαι, σε Λουκ.
Middle Liddell
Dep. to withdraw, Xen.