δισθανής

From LSJ
Revision as of 19:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δισθᾰνής Medium diacritics: δισθανής Low diacritics: δισθανής Capitals: ΔΙΣΘΑΝΗΣ
Transliteration A: disthanḗs Transliteration B: disthanēs Transliteration C: disthanis Beta Code: disqanh/s

English (LSJ)

ές,    A twice dead, Od.12.22.

German (Pape)

[Seite 642] ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.

Greek (Liddell-Scott)

δισθανής: -ές, δὶς ἀποθανών, Ὀδ. Μ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui meurt deux fois.
Étymologie: δίς, θνῄσκω.

Spanish (DGE)

(δισθᾰνής) -ές

• Morfología: [ép. plu. δισθανέες Od.12.22]
que muere dos veces, Od.l.c.

Greek Monolingual

δισθανής, -ές (Α)
αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + -θανής < (θ.) θαν-(έθανον)].

Greek Monotonic

δισθᾰνής: -ές (θανεῖν, θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει δύο φορές, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δισθᾰνής: дважды умирающий (об Одиссее, при жизни посетившем Аид) Hom.

Middle Liddell

δισ-θᾰνής, ές adj θανεῖν, θνήσκω
twice dead, Od.