δυσπολέμητος
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ον, A hard to war with, A.Supp.648 (lyr., s.v.l.), Isoc.4.138; εἰ δέ τις… δ. οἴεται τὸν φίλιππον εἶναι D.4.4; δ. ὅπλον, offriendship, Luc.Tox.36.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu bekriegen; Aesch. Suppl. 637 u. Folgde; Isocr. 4, 108.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπολέμητος: -ον, δυσκολοπολέμητον ., Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 649. Ἰσοκρ. 69Α· εἰ δέ τις… δυσπολέμητον οἴεται τὸν Φίλιππον εἶναι Δημ. 41. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contre qui l’on ne peut guerroyer, invincible.
Étymologie: δυσ-, πολεμέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 de pers. o ref. pers. difícil de combatir, duro adversario Isoc.4.138, ὁ Φίλιππος D.4.4, 11.15, τῶν ἀντιπάλων ἰσχύς D.H.3.23, cf. D.C.38.45.1, 45.36.4, Poll.1.157, Lib.Or.63.20
•fig. difícil de vencer, invencible ὅπλον de la amistad, Luc.Tox.36.
2 de un territorio o país difícil de conquistar, difícil para la lucha de Arabia, D.S.2.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσπολέμητος, -ον)
αυτός που δύσκολα καταπολεμάται.
Greek Monotonic
δυσπολέμητος: -ον (πολεμέω), αυτός που δύσκολα πολεμιέται, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπολέμητος: с которым трудно воевать, непобедимый (πράκτωρ Aesch. - v. l. δυσπόλεμος; βασιλεύς Isocr., Dem.).
Middle Liddell
δυσ-πολέμητος, ον πολεμέω
hard to war with, Dem.