ζάδηλος
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ον, for διάδηλος, of a sail A with holes in it, Alc.18.7.
German (Pape)
[Seite 1135] Alcaeus, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ζάδηλος: -ον, ἀντὶ διάδηλος, ἐπὶ ἱστίου πλήρους ὀπῶν, Ἀλκαι. 18 (2). 7.
Greek Monolingual
ζάδηλος -ον (Α)
1. (αιολ. τ.) βλ. διάδηλος
2. (για ιστίο) γεμάτο τρύπες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζα- + δήλος. Με τη δεύτερη σημασία η λ. αποτελεί επίθ. του λαίφος «ξεφτισμένο ύφασμα»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζάδηλος -ον Aeol. voor διάδηλος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: transparent?
Meaning: adjunct of λαῖφος (Alc. 18, 7)
Origin: GR [a formation built with Greek elements] (s. δῆλος)
Etymology: prob. = διά-δηλος tansparent = with holes (cf. δῆλος) with Wackernagel Glotta 14, 52 (= Kl. Schr. 2, 860), also against connection with δηλέομαι.
Frisk Etymology German
ζάδηλος: {zádēlos}
Meaning: Beiwort von λαῖφος (Alk. 18, 7),
Etymology : wahrscheinlich = διάδηλος durchsichtig = durchlöchert (vgl. zu δῆλος) mit Wackernagel Glotta 14, 52 (= Kl. Schr. 2, 860), wo auch gegen Anknüpfung an δηλέομαι.
Page 1,607