ζητρός

From LSJ
Revision as of 21:04, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζητρός Medium diacritics: ζητρός Low diacritics: ζητρός Capitals: ΖΗΤΡΟΣ
Transliteration A: zētrós Transliteration B: zētros Transliteration C: zitros Beta Code: zhtro/s

English (LSJ)

ὁ,    A executioner, Hsch.

Greek Monolingual

ζητρός, ὁ (Α)
ο δήμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τα ζητήρ (επίθετο του Διός στην Κύπρο), ζήτωρ, ζητρός που απαντούν σε γλώσσες του Ησυχίου προέρχονται πιθ. από θ. ζᾱ, ζη- (πρβλ. δίζημαι «επιζητώ, προσπαθώ, επιδιώκω»). Το ουσ. ζητρός σχηματίζεται περαιτέρω με το επίθ. -τρος (πρβλ. δαι-τρός, ια-τρός)].