κατοδύρομαι
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
[ῡ], A deplore, τὸ ζῆν Pl.Ax.367d; τὴν ἑαυτοῦ τύχην D.S.13.58; ταυτὶ -όμενος X.Eph.5.1, cf. Parth.26.4:—Pass., to be mourned, Arch.Pap.1.220 (Ptol.).
German (Pape)
[Seite 1402] med., sehr beklagen; Plat. Ax. 367 d; τὴν τύχην D. Sic. 13, 58; περί τινος 20, 40.
Greek (Liddell-Scott)
κατοδύρομαι: ἀποθετ., θρηνῶ πολύ, τι Πλάτ. Ἀξίοχ. 367D, Διόδ. 13. 58, κ. περί τινος ὁ αὐτ. 20. 40· καὶ παθ., κατοδυρθείς, ὑμνηθείς.
Greek Monolingual
κατοδύρομαι (Α)
1. θρηνώ πάρα πολύ («πολλὰ τὴν ἑαυτῶν τύχην κατωδύροντο». Διόδ.)
2. καθικετεύω εκλιπαρώ, θερμοπαρακαλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὀδύρομαι «θρηνώ»].
Russian (Dvoretsky)
κατοδύρομαι: (ῡ)1) горько жаловаться, скорбеть (περί τινος Diod.);
2) оплакивать (τὸ ζῆν Plat.; τὴν τύχην Diod.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-οδύρομαι hevig bejammeren.