κλαστός

From LSJ
Revision as of 09:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

εἰργάζοντο λογάδην φέροντες λίθους καὶ ξυνετίθεσαν ὡς ἕκαστόν τι ξυμβαίνοι → they went to work bringing the stones as they picked them out and put them together as each one happened to fit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαστός Medium diacritics: κλαστός Low diacritics: κλαστός Capitals: ΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: klastós Transliteration B: klastos Transliteration C: klastos Beta Code: klasto/s

English (LSJ)

ή, όν, (κλάω A)    A broken in pieces, AP6.71 (Paul.Sil.).    II perh. = foreg., PPetr.1p.54 (iii B.C.), PCair.Zen.374.6 (iii B.C.), Arch.Pap.1.65 (ii B.C.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

κλαστός: -ή, -όν, (κλάω) τεθραυσμένος, κοινῶς «τσακισμένος», Ἀνθ. Π. 6. 71· ― παρ’ Ἐκκλ., κλαστόν, τό, ὁ ἄρτος ὁ κατὰ τὴν θείαν εὐχαριστίαν κλώμενος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
brisé.
Étymologie: κλάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κλαστός, -ή, -όν) κλω
σπασμένος σε κομμάτια, τσακισμένος
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να σπάσει κάποιος
νεοελλ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. το κλαστό(ν)
άρτος τεμαχισμένος και αγιασμένος που προσφέρεται στους πιστούς κατά τη θεία λειτουργία
αρχ.
πιθ. κλαστόθριξ.

Greek Monotonic

κλαστός: -ή, -όν (κλαίω), σπασμένος σε κομμάτια, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κλαστός: разбитый (κύπελλα Anth.).

Middle Liddell

κλαστός, ή, όν κλάω
broken in pieces, Anth.