κουρσεύω
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A seize, ravage, τὴν Ἐπίδαυρον Anon.in Rh.204.34, cf. Babr.179 (paraphr.).
Greek Monolingual
(I)
(Μ κουρσεύω) κούρσος
1. εκτελώ επιδρομή σε ξένη χώρα, κάνω ληστρική επιδρομή, λεηλατώ, λαφυραγωγώ
νεοελλ.
1. (σχετικά με δένδρο) κατακόβω
2. καταστρέφω
νεοελλ.-μσν.
κυριεύω, εκπορθώ
μσν.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κουρσεμένος, -η, -ον
καταπονημένος, εξαντλημένος
2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τα κουρσεμένα
η λεία, τα λάφυρα.
(II)
κουρσεύω (Μ) κούρσα
τρέχω.