κρότησις

From LSJ
Revision as of 09:57, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

φιλοσοφώτερον καὶ σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν: ἡ μὲν γὰρ ποίησις μᾶλλον τὰ καθόλου, ἡ δ' ἱστορία τὰ καθ' ἕκαστον λέγει → poetry is something more scientific and serious than history, because poetry tends to give general truths while history gives particular facts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρότησις Medium diacritics: κρότησις Low diacritics: κρότησις Capitals: ΚΡΟΤΗΣΙΣ
Transliteration A: krótēsis Transliteration B: krotēsis Transliteration C: krotisis Beta Code: kro/thsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A clapping, striking, χειρῶν, as a sign of grief, Pl.Ax.365a; [[[σιδήρου]]] Ph.Bel.71.44 (pl.); τοῦ πνεύματος D.H. Comp.14 (v.l. for κροῦσις).

Greek (Liddell-Scott)

κρότησις: -εως, ἡ, κτύπημα, κροῦσις χειρῶν, εἰς σημεῖον θλίψεως, στεναγμοὺς ἱέντα σὺν δακρύοις καὶ κροτήσεσι χειρῶν Πλάτ. Ἀξίοχ. 365Α· ψύξεις καὶ κροτήσεις (σιδήρου καὶ χαλκοῦ) Φίλων ἐν Ἀρχ. Μαθ. 71· τοῦ πνεύματος Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 166 Schäf.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 claquement ; particul. applaudissement;
2 t. de méc. battage, martelage, écrouissage (d’un métal).
Étymologie: κροτέω.

Greek Monotonic

κρότησις: -εως, ἡ, χτύπημα, κρούση χεριών, χειροκρότημα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

κρότησις: εως ἡ удары, хлопание: κ. χειρῶν Plat. рукоплескания.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρότησις -εως, ἡ [κροτέω] geklap.

Middle Liddell

κρότησις, εως
a clapping, τινὶ χειρῶν Plat. [from κροτέω