κυβεῖον
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
τό, A gaming-house, Aeschin.1.78.
German (Pape)
[Seite 1522] τό, ein Ort, wo man Würfel spielt; διημέρευεν ἐν τῷ κυβείῳ, οὗ ἡ τηλία τίθεται κα, τοὺς ἀλεκτρυόνας συμβάλλουσι καὶ κυβεύουσι, Aesch. 1, 53.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβεῖον: τό, κυβεύω κυβευτήριον, τόπος εἰς ὃν μετέβαινον οἱ κυβεύοντες καὶ ἔπαιζον κύβους, Αἰσχίν. 8. 22.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
maison de jeu.
Étymologie: κύβος.
Greek Monolingual
κυβεῑον, τὸ (Α) κυβεύω
τόπος όπου έπαιζαν ζάρια.
Greek Monotonic
κῠβεῖον: τό (κυβεύω), οίκος που παίζονται ζάρια, σε Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
κῠβεῖον: τό игорный дом Aeschin.