Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λιτραῖος

From LSJ
Revision as of 11:00, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιτραῖος Medium diacritics: λιτραῖος Low diacritics: λιτραίος Capitals: ΛΙΤΡΑΙΟΣ
Transliteration A: litraîos Transliteration B: litraios Transliteration C: litraios Beta Code: litrai=os

English (LSJ)

α, ον,    A weighing or worth a λίτρα, χείλη AP11.204 (Pall.), cf. Gal.13.415.    II λ. κέρας a drinking-cup holding 1 λίτρα, ib.435.

Greek (Liddell-Scott)

λῑτραῖος: -α, -ον, ζυγίζων ἢ ἀξίζων μίαν λίτραν, Λατ. libralis, Ἀνθ. Π. 11. 204, Γαλην. 13. 657· οὕτω, λιτριαῖος, Διον. Ἁλ. 9. 27· ἴδε Λοβεκ. Φρύν. 545.

French (Bailly abrégé)

αία, αῖον;
qui pèse ou ne pèse qu’une livre.
Étymologie: λίτρα.

Greek Monolingual

λιτραῑος, -αία, -ον (Α) λίτρα·1. αυτός που ζυγίζει ή αξίζει μία λίτρα
2. αυτός που έχει χωρητικότητα μιας λίτρας.

Greek Monotonic

λῑτραῖος: -α, -ον, αυτός που ζυγίζει ή αξίζει όσο μια λίτρα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λιτραῖος: весящий римский фунт, фунтовый Anth.

Middle Liddell

λῑτραῖος, η, ον
weighing or worth a λίτρα, Anth.