μηκασμός
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ὁ, A bleating, τραγοῦ, αἰγῶν, Plu.Sull.27, Poll.5.87.
German (Pape)
[Seite 171] ὁ, das Meckern der Ziegen, Blöken der Schaafe, Plut. qu. Rom. 111 Sull. 27.
Greek (Liddell-Scott)
μηκασμός: ὁ, τὸ μηκᾶσθαι, Λατ. balatus, Πλουτ. Σύλλ. 27, Πολυδ. Ε΄, 87.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
bêlement.
Étymologie: μηκάζω.
Greek Monolingual
ο (Α μηκασμός) μηκάζω
η φωνή τών προβάτων και τών αιγών, το βέλασμα («τράγου μηκασμῷ φωνὴν ἀφέντος», Πλούτ.).
Greek Monotonic
μηκασμός: ὁ, βέλασμα, Λατ. balatus, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μηκασμός: ὁ блеяние Plut.
Middle Liddell
μηκασμός, οῦ, ὁ, [from μηκάομαι
a bleating, Lat. balatus, Plut.