μιμνάζω

From LSJ
Revision as of 12:40, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιμνάζω Medium diacritics: μιμνάζω Low diacritics: μιμνάζω Capitals: ΜΙΜΝΑΖΩ
Transliteration A: mimnázō Transliteration B: mimnazō Transliteration C: mimnazo Beta Code: mimna/zw

English (LSJ)

Ep. form of μίμνω,    A wait, stay, Il.2.392, 10.549, A.R.1.226, AP4.4 (Agath.): impf. μίμναζε Opp.H.5.463.    II trans., await, expect, c. acc., h.Hom.9.6.

German (Pape)

[Seite 187] = μάμνω, μένω, bleiben, standhalten; παρὰ νηυσί, Il. 10, 549, vgl. 2, 391; c. accus., erwarten, H. h. 8, 6. Auch sp. D., wie Agath. 58 (IV, 4); Paul. Sil. 24 (V, 254).

Greek (Liddell-Scott)

μιμνάζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ μίμνω, περιμένω, μένω, Ἰλ. Β. 392, Κ. 549. ΙΙ. μεταβ., ἀναμένω, περιμένω τινά, προσδοκῶ, μετ’ αἰτ., ὅθ’ Ἀργυρότοξος Ἀπόλλων ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν Ὁμ. Ὕμν. 9, 6.

French (Bailly abrégé)

rester.
Étymologie: μίμνω.

English (Autenrieth)

(μίμνω): remain, Il. 2.392 and Il. 10.549.

Greek Monolingual

μιμνάζω (Α)
1. παραμένω, μένω
2. περιμένω, αναμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίμνω με εκφραστική κατάλ. -άζω].

Greek Monotonic

μιμνάζω: Επικ. τύπος του μίμνω·
I. περιμένω, παραμένω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. περιμένω, προσδοκώ με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

μιμνάζω: (только praes.)
1) оставаться, пребывать (παρὰ νηυσί Hom.);
2) ожидать (τινά HH, Anth.).

Middle Liddell

μιμνάζω, [epic form of μίμνω
I. to wait, stay, Il.
II. to await, expect, c. acc., Hhymn.