μιμνάζω
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
Ep. form of μίμνω, A wait, stay, Il.2.392, 10.549, A.R.1.226, AP4.4 (Agath.): impf. μίμναζε Opp.H.5.463. II trans., await, expect, c. acc., h.Hom.9.6.
German (Pape)
[Seite 187] = μάμνω, μένω, bleiben, standhalten; παρὰ νηυσί, Il. 10, 549, vgl. 2, 391; c. accus., erwarten, H. h. 8, 6. Auch sp. D., wie Agath. 58 (IV, 4); Paul. Sil. 24 (V, 254).
Greek (Liddell-Scott)
μιμνάζω: Ἐπικ. τύπος τοῦ μίμνω, περιμένω, μένω, Ἰλ. Β. 392, Κ. 549. ΙΙ. μεταβ., ἀναμένω, περιμένω τινά, προσδοκῶ, μετ’ αἰτ., ὅθ’ Ἀργυρότοξος Ἀπόλλων ἧσται μιμνάζων ἑκατηβόλον ἰοχέαιραν Ὁμ. Ὕμν. 9, 6.
French (Bailly abrégé)
rester.
Étymologie: μίμνω.
English (Autenrieth)
(μίμνω): remain, Il. 2.392 and Il. 10.549.
Greek Monolingual
μιμνάζω (Α)
1. παραμένω, μένω
2. περιμένω, αναμένω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίμνω με εκφραστική κατάλ. -άζω].
Greek Monotonic
μιμνάζω: Επικ. τύπος του μίμνω·
I. περιμένω, παραμένω, σε Ομήρ. Ιλ.
II. περιμένω, προσδοκώ με αιτ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μιμνάζω: (только praes.)
1) оставаться, пребывать (παρὰ νηυσί Hom.);
2) ожидать (τινά HH, Anth.).
Middle Liddell
μιμνάζω, [epic form of μίμνω
I. to wait, stay, Il.
II. to await, expect, c. acc., Hhymn.