μυκτηρισμός
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ὁ, = foreg., LXX Ps.34(35).16, al., Anon. Oxy.2086 Fr.1r14; A sarcasm, Quint.Inst.8.6.59: pl., Phld.Herc.1457.9. 2 cheating, Men.1039.
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, das Naserümpfen, Verhöhnen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μυκτηρισμός: ὁ, ὁ διὰ τῶν μυκτήρων ἐμπαιγμός, περίγελως· ἀπάτη, ἐξαπάτησις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 402· ― παρὰ τοῖς ῥήτορσιν εἶδος εἰρωνείας, «μυκτηρισμὸς δέ ἐστι λόγος διασυρτικὸς μετὰ τῆς τῶν ῥινῶν μύσεως, ὡς ὅταν ἐπὶ κακῷ ἁλόντα τινὰ ὀνειδίζοντες εἴπωμεν, ‘καλὸν ἔργον ἐποίησας καὶ φρονίμου ἀνδρός’, ἐπιπνέοντες καὶ πνεῦμα διὰ τῶν ῥινῶν» Ἀνωνύμου περὶ Τρόπων, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 724, 19: ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ μυκτήρισμα, τό.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυκτηρισμός, Α και μυκτηριασμός) μυκτηρίζω
1. εμπαιγμός, χλευασμός, σαρκασμός
2. πειρακτικός λόγος
αρχ.
1. (στους ρήτορες) είδος ειρωνείας
2. αντικείμενο χλευασμού
3. απάτη, εξαπάτηση.