μύρισμα

From LSJ
Revision as of 13:06, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρισμα Medium diacritics: μύρισμα Low diacritics: μύρισμα Capitals: ΜΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mýrisma Transliteration B: myrisma Transliteration C: myrisma Beta Code: mu/risma

English (LSJ)

ατος, τό,    A ointment, ibid. (pl.), Cat.Cod.Astr.8(1).249 (pl.).

German (Pape)

[Seite 220] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μύρισμα: τό, μύρον, ὡς τὸ μύρωμα, Πολυδ. Ζ΄, 177.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρισμα) μυρίζω
(νεοελλ.-μσν.)
1. η ενέργεια του μυρίζω, το να μυρίζει κανείς
2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά
3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο
μσν.
1. ευωδιαστό άνθος
2. άσχημη μυρωδιά
3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα
τα μυρωδικά
(μσν. -αρχ.) αρωματική αλοιφή
αρχ.
επάλειψη με μύρο.