οὐδενόσωρος

From LSJ
Revision as of 14:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδενόσωρος Medium diacritics: οὐδενόσωρος Low diacritics: ουδενόσωρος Capitals: ΟΥΔΕΝΟΣΩΡΟΣ
Transliteration A: oudenósōros Transliteration B: oudenosōros Transliteration C: oudenosoros Beta Code: ou)deno/swros

English (LSJ)

ον, (ὤρα)    A worth no notice or regard, τείχεα… ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα Il.8.178; ὀστέον Opp.H.2.478.

German (Pape)

[Seite 410] keiner Achtung werth, nichtswürdig, verächtlich, τείχεα ἀβλήχρ' οὐδενόσωρα, Il. 8, 178.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδενόσωρος: ον (ὥρα) ἀνάξιος φροντίδος ἢ προσοχῆς, τείχεα ... ἀβλήχρ’ οὐδενόσωρα Ἰλ. Θ. 178· ὀστέον Ὀππ. Ἁλ. 2. 478. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «οὐδενόσωρα· οὐδὲ μιᾶς φροντίδος ἄξια· ὠρεῖν γὰρ τὸ φροντίζειν καὶ φυλάσσειν· ἐντεῦθεν τὸ ὀλιγωρεῖν καὶ πολυωρεῖν. Ἀ[π]πίων δὲ οὐδενὸς φυλακτικά».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne mérite aucune attention, méprisable.
Étymologie: οὐδείς, ὤρα.

Greek Monolingual

οὐδενόσωρος, -ον (Α)
ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, -ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].

Greek Monotonic

οὐδενόσωρος: -ον (ὤρα), αυτός που είναι ανάξιος να αναφέρεται ή να χαίρει εκτίμησης, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

οὐδενόσωρος: ничтожный, не стоящий внимания (τείχεα Hom.).

Middle Liddell

οὐδενόσ-ωρος, ον, [ὤρα]
worth no notice or regard, Il.