πανάπαλος
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
[ᾰπ], ον, A all-tender or delicate, ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ... παναπάλῳ Od.13.223 [πᾱν-, metri gr.]; γυναῖκες Ph.2.432.
German (Pape)
[Seite 456] ganz, schr zart, weichlich; νέος, Od. 12, 223 [wo die erste Sylbe des Verses wegen lang gebraucht ist]; γυναῖκες, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάπᾰλος: -ον, ὅλως ἁπαλὸς ἢ τρυφερός, λεπτός, ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ ... παναπάλῳ Ὀδ. Ν. 223 [[[ἔνθα]] πᾶν-, χάριν τοῦ μέτρου].
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait tendre ou délicat.
Étymologie: πᾶν, ἁπαλός.
English (Autenrieth)
all-tender, delicate, Od. 13.223.
Greek Monolingual
πανάπαλος, -ον (Α)
απαλότατος, τρυφερότατος («πανάπαλοι γυναῑκες», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἁπαλός.
Greek Monotonic
πᾰνάπᾰλος: -ον, εντελώς απαλός, εντελώς τρυφερός, σε Ομήρ. Οδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανάπαλος -ον [πᾶς, ἁπαλός] heel teer, delicaat.
Russian (Dvoretsky)
πᾱνάπᾰλος: (ᾰπ) нежнейший (νέος Hom.).