περιγλαγής

From LSJ
Revision as of 16:05, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιγλᾰγής Medium diacritics: περιγλαγής Low diacritics: περιγλαγής Capitals: ΠΕΡΙΓΛΑΓΗΣ
Transliteration A: periglagḗs Transliteration B: periglagēs Transliteration C: periglagis Beta Code: periglagh/s

English (LSJ)

ές, (γλάγος)    A full of milk, Il.16.642.

German (Pape)

[Seite 571] ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.

Greek (Liddell-Scott)

περιγλᾰγής: -ές, (γλάγος) πλήρης γάλακτος, περιγλαγέας κατὰ πέλλας Ἰλ. Π. 642.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plein de lait.
Étymologie: περί, γλάγος.

English (Autenrieth)

ές (γλάγος): filled with milk, Il. 16.642†.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
γεμάτος γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευ-γλαγής].

Greek Monotonic

περιγλᾰγής: -ές (γλάγος), αυτός που είναι γεμάτος γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.

Russian (Dvoretsky)

περιγλᾰγής: полный молока (πέλλαι Hom.).

Middle Liddell

περι-γλᾰγής, ές γλάγος
full of milk, Il.