πλατάγημα

From LSJ
Revision as of 17:30, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰγημα Medium diacritics: πλατάγημα Low diacritics: πλατάγημα Capitals: ΠΛΑΤΑΓΗΜΑ
Transliteration A: platágēma Transliteration B: platagēma Transliteration C: platagima Beta Code: plata/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,    A crack, of the τηλέφιλον (q. v.), Theoc.3.29, AP5.295 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 626] τό, das Geklatschte, τηλέφιλον, Agath. 9 (V, 296). Vgl. πλαταγέω u. πλαταγώνιον.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτάγημα: τό, κρότημα, Θεόκρ. 3. 29, Ἀνθ. Π. 5. 296.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
c. πλαταγή.
Étymologie: πλαταγέω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλαταγώ
η σύγκρουση πλατιών σωμάτων και ο κρότος που παράγεται από αυτήν, πλαταγή.

Greek Monotonic

πλᾰτάγημα: -ατος, τό (πλαταγέω), κρότος, πλατάγισμα, σε Θεόκρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλατάγημα -ατος, τό [πλαταγέω] klap, geluid.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτάγημα: ατος (τᾰ) τό треск Theocr., Anth.

Middle Liddell

πλᾰτάγημα, ατος, τό, πλαταγέω
a clapping, Theocr.