πολλύνομαι
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
English (LSJ)
Pass., A to be multiplied, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
πολλύνομαι: παθ., γίνομαι πολύς, «πολλύνεται· πολὺς γίνεται, αὐξάνει, πληθύνει» Φώτ. 441, 7.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ρημ. κατάλ. -ύνω / -ύνομαι (πρβλ. μηκ-ύνομαι, πληθ-ύνομαι)].