πραΰτροπος

From LSJ
Revision as of 18:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱΰτροπος Medium diacritics: πραΰτροπος Low diacritics: πραΰτροπος Capitals: ΠΡΑΫΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: praǘtropos Transliteration B: prautropos Transliteration C: praytropos Beta Code: prau/+tropos

English (LSJ)

ον,    A gentle of mood, τὸ π. τοῦ λόγου Plu.2.493d (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 697] von sanfter Sinnesart, Plut. de am. prol. 1.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱΰτροπος: -ον, πρᾶος τοὺς τρόπους, Πλούτ. 2. 493D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a le caractère doux ; τὸ πραΰτροπον PLUT le bon caractère.
Étymologie: πραΰς, τρόπος.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πράος, ήπιος στους τρόπους
2. (και σχετικά με λόγο) γλυκός, ήμερος («τὸ πραΰτροπον τοῦ λόγου», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πραΰς, αθέματη μορφή του πρᾶος + -τροπος (< τρόπος < τρέπω), πρβλ. ποικιλό-τροπος].

Russian (Dvoretsky)

πρᾱΰτροπος: мягкосердечный, добродушный, ласковый Plut.