πρατός

From LSJ
Revision as of 18:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾱτός Medium diacritics: πρατός Low diacritics: πρατός Capitals: ΠΡΑΤΟΣ
Transliteration A: pratós Transliteration B: pratos Transliteration C: pratos Beta Code: prato/s

English (LSJ)

ή, όν,    A for sale, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν S.Tr.276, cf. Test.Epict.7.11, POxy.1117.24 (ii A. D.). PGnom.190, 193 (ii A. D.).

German (Pape)

[Seite 696] adj. verb. von πιπράσκω, verkauft, Soph. Trach. 275.

Greek (Liddell-Scott)

πρᾱτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πράσιμος, πρὸς πώλησιν, πρατόν νιν ἐξέπεμψεν, ὅπως πωληθῇ, (προληπτ.), Σοφ. Τρ. 276.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu.
Étymologie: adj. verb. de πιπράσκω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που είναι προς πώληση, πράσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τος].

Greek Monotonic

πρᾱτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του πιπράσκω, αυτός που μπορεί να πωληθεί, σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρατός -ή -όν [πιπράσκω] ter verkoop, te koop.

Russian (Dvoretsky)

πρᾱτός: [adj. verb. к πιπράσκω проданный: πρατόν τινα ἐκπέμψαι Soph. продать кого-л. на чужбину (в рабство).

Middle Liddell

πρᾱτός, ή, όν verb. adj. of πιπράσκω
sold, Soph.

English (Woodhouse)

sold into bondage

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)