προσμίσγω
From LSJ
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
A v. προσμείγνυμι.
German (Pape)
[Seite 773] ion. Nebenform statt προσμίγνυμι; Σκύθαι ἄποροι προσμίσγειν, Her. 4, 46, mit denen man schwer handgemein werden kann; auch Thuc. 3, 22. 6, 104.
Greek (Liddell-Scott)
προσμίσγω: ἴδε προσμίγνυμι.
French (Bailly abrégé)
ion. et att. c. προσμίγνυμι.
Étymologie: πρός, μίσγω.
Greek Monolingual
Α
ιων. τ. βλ. προσμιγνύω.
Greek Monotonic
προσμίσγω: συνηθέστερος τύπος του προσ-μίγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
προσμίσγω: Her., Thuc. = προσμίγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσμίσγω praes. bij προσμείγνυμι.