προόδους

From LSJ
Revision as of 21:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προόδους Medium diacritics: προόδους Low diacritics: προόδους Capitals: ΠΡΟΟΔΟΥΣ
Transliteration A: proódous Transliteration B: proodous Transliteration C: proodous Beta Code: proo/dous

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,    A with prominent teeth, Poll.2.96 cod.A: also προ-όδων, Phot., Eust.1872.33; written προώδων Phryn. PSp.101 B.

German (Pape)

[Seite 737] οντος, mit vorstehenden Zähnen, Poll. 2, 96; s. auch προώδων.

Greek (Liddell-Scott)

προόδους: όντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προέχοντας ὀδόντας, Πολυδ. Β΄, 96. ― ὡσαύτως προώδων, -οντος, Α. Β. 58, κτλ.· προόδων Εὐστ. 1872. 33, Φώτ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 248.

Greek Monolingual

-οντος, ο, η, ΝΑ
αυτός που πάσχει από προοδοντισμό, αυτός του οποίου τα δόντια εξέχουν προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ὀδούς, -όντος (πρβλ. μον-όδους)].