πρωτόμισθος

From LSJ
Revision as of 21:20, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμισθος Medium diacritics: πρωτόμισθος Low diacritics: πρωτόμισθος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: prōtómisthos Transliteration B: prōtomisthos Transliteration C: protomisthos Beta Code: prwto/misqos

English (LSJ)

ον,    A serving for hire first, Lyc.1384.

German (Pape)

[Seite 805] zuerst gedungen od. um Lohn dienend, Lycophr. 1384.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμισθος: -ον, πρώτως ἐπὶ μισθῷ συμμαχῶν, Λυκόφρ. 1384.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πρώτος μεταξύ άλλων ή για πρώτη φορά υπηρετεί κάπου ως έμμισθος υπάλληλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -μισθος (< μισθός), πρβλ. ολιγο-μισθος].